Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ


Μέχρι ποιο σημείο επιτρέπει ο Θεός τη δοκιμασία των πειρασμών πάνω μας; Είναι ο διάβολος αναξέλεγκτος στις επιθέσεις εναντίον μας ή και στην υποκίνηση των παθών μας;
Βεβαίως όχι. Μας λέει η Καινή Διαθήκη ότι «ὁ Θεός οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε, ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α΄ Κορ. 10, 13) (ο Θεός δεν θα επιτρέψει σε κανένα πειρασμό να ξεπεράσει τις δυνάμεις σας· αλλά, όταν έρθει ο πειρασμός, θα δώσει μαζί και τη διέξοδο, ώστε να μπορέσετε να τον αντέξετε). Ο πειρασμός δηλαδή έχει όρια. Και τα όρια αυτά καθορίζονται από τον Θεό ανάλογα με την πνευματική, αλλά και τη σωματική μας αντοχή. Κι αυτό σημαίνει ότι, αν υποκύπτουμε στον πειρασμό, τούτο οφείλεται όχι στην επίθεση του διαβόλου, αλλά στη δική μας αμέλεια και απιστία. Πολύ περισσότερο ισχύει τούτο, αν κανείς συνειδητοποιήσει τι συνέβη στο μυστήριο του αγίου βαπτίσματός του. Κατά το βάπτισμά μας πήραμε όλον τον Θεό μέσα μας, η χάρη Του εισήλθε στα τρίσβαθα της ύπαρξής μας κι έκτοτε ο διάβολος δεν έχει καμία εξουσία ουσιαστικής επίθεσης εναντίον μας. Μόνον δολώματα πειρασμικά μπορεί να μας προσφέρει. Όταν λοιπόν μπαίνω σε πειρασμό, θα πει ότι το επιτρέπει ο Θεός για το καλό μου, για να αποκτήσω ταπείνωση, να αναδειχθώ πιο δόκιμος στην πίστη, μα και συγχρόνως μου δίνει αντίστοιχη χάρη για να υπερβώ τη δοκιμασία. Σε μια τέτοια περίπτωση λοιπόν ο πιστός όχι μόνον δεν γογγύζει, μα και χαίρει, γιατί βλέπει τον σκοπό, το τέλος των πειρασμών. Και το τέλος, αν σωστά αποδέχεται τους πειρασμούς, είναι η τελειοποίησή του, η πληρέστερη σχέση του με τον Θεό, η απόκτηση μεγαλύτερης χάρης. «Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου», λέγει ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, «ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ὅτι τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν. Ἡ δέ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καί ὁλόκληροι, ἐν μηδενί λειπόμενοι» (1, 2-4). Και «μακάριος ἀνήρ, ὅς ὑπομένει πειρασμόν, ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τόν στέφανον τῆς ζωῆς» (1, 12). Μ’ αυτήν την έννοια κατανοοῦμε και τα παράδοξα λόγια του αγίου Αντωνίου: «Ἔπαρον τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος».