Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΓΕΡΟ ΔΑΣΚΑΛΟΣ




Συνάντησα το δάσκαλο τον περιφρονημένο,
το ῾δασκαλάκο᾽ τον απλό, που λέγανε παλιά,
και ήταν σα να έβλεπα, μνημείο τιμημένο,
της ιστορίας γίγαντα, κι έχασα τη λαλιά.

Χοντρές ρυτίδες  χάραζαν πλατύ το μέτωπό του,
και η φωνή του κύλισε αργά, τρεμουλιαστά,
μα σαν τον κοίταξα βαθιά, ίσια στο πρόσωπό του,
είδα δυο μάτια της βροχής, αγνά, λαμπυριστά.

´Ηταν τα μάτια που ᾽φερναν μπροστά την ιστορία,
χιλιάδες μάτια μαθητών φαίνονταν μές σ᾽ αυτά.
Πώς γίνεται σε δυο σχισμές να γράφετ᾽ η πορεία
τόσων πολλών νέων ψυχών που δέθηκαν με αυτά;

Πόνους και κόπους διάβασα, μέσα σ᾽ αυτά τα μάτια,
μα πιο πολλές τις θεϊκές είδα σ᾽ αυτά χαρές.
Αγγέλους να χορεύουνε σε θεία μονοπάτια,
ο δάσκαλός μας έβλεπε σ᾽ υπάρξεις νεαρές.

Μ᾽ αγάπη πάντα ήτανε, σιμά στους μαθητές του,
και πιο πολύ σ᾽ όλους αυτούς που ᾽χαν μυαλό απλό.
Κι όταν αυτοί τον πείραζαν, δεν ξέφευγε ποτές του,
το δίκιο πάντα κρίνοντας, δείχνοντας το καλό.

Ουράνιο χάδι το ᾽πανε το βλέμμα του δασκάλου,
ζεστή ακτίνα του Θεού, που τρέφει τις καρδιές.
Μ᾽ ασπίδ᾽ ατσάλινη κρατά, ορμές του μισοκάλου,
αλείπτης γίνεται ψυχών σε θείες αθλοπαιδιές.

Σα σ᾽ ευεργέτη μου τρανό, γονάτισα μπροστά του,
τ᾽ άγια του χέρια φίλησα – φαίνονταν τα οστά –
κι όταν τα δάκρυα ένιωσα να πέφτουνε καυτά του,
τα ᾽δα σα δώρα τ᾽ ουρανού, σα μύρα ευωδιαστά.