Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ (1)



Νῦν πεποιθώς ἐπί τήν σήν κατέφυγον ἀντίληψιν κραταιάν, καί πρός τήν σήν σκέπην ὁλοψύχως ἔδραμον, καί γόνυ κλίνω, Δέσποινα, καί θρηνῶ καί στενάζω, μή με παρίδῃς τόν ἄθλιον, τῶν Χριστιανῶν καταφύγιον᾽.
(Τώρα μέ πίστη κατέφυγα στήν δική σου ἰσχυρή βοήθεια καί ἔτρεξα ὁλόψυχα στήν δική σου σκέπη. Καί κλίνω τό γόνυ, Δέσποινα, καί θρηνῶ καί στενάζω: μή μέ περιφρονήσεις τόν ἄθλιο, σύ πού εἶσαι ἡ καταφυγή τῶν χριστιανῶν).

Μέ αἴσθηση ψυχῆς ὁ ποιητής τοῦ μεγάλου παρακλητικοῦ κανόνα βασιλιάς Θεόδωρος Δούκας ὁ Λάσκαρις στόν συγκεκριμένο ὕμνο καθορίζει τήν στάση τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στήν Παναγία Μητέρα. ᾽Απέναντι σ᾽ Αὐτήν δηλαδή πού κατά τόν ἴδιο καί ὅλους τούς ὀρθοδόξους πιστούς εἶναι ἡ Δέσποινα τοῦ κόσμου, ἡ ἰσχυρή βοήθεια, ἡ σκέπη ὅλων, ἡ καταφυγή τῶν χριστιανῶν. Κι αὐτό βεβαίως διότι ὁ Υἱός καί Θεός της τήν ἀνέδειξε σ᾽ αὐτήν τήν ὑπέρ φύσιν χαρισματική κατάσταση λόγω τῶν ἀρετῶν της καί τῆς ἐπιλογῆς ᾽Εκείνου νά γίνει ἡ Μητέρα Του ὡς ἀνθρώπου. Γιά νά ἐπαναλάβουμε ὅ,τι ἡ ᾽Εκκλησία μας διά τῶν Πατέρων της τονίζει: ἡ Παναγία ὑπῆρξε τό καλύτερο ἄνθος σύνολης τῆς ἀνθρωπότητας, ἐκείνη πού εἶχε διαλεχθεῖ ἀνάμεσα ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους προκειμένου νά γίνει ἡ κλίμακα διά τῆς ὁποίας ὁ Θεός θά κατέβαινε στήν γῆ.

Μπροστά σ᾽Αὐτήν λοιπόν πού ἡ δέησή της ἰσχύει πολύ ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ της καί γίνεται ἡ μεσίτριά μας γιά ὅλα τά παθήματα πού ὑφιστάμεθα στόν κόσμο τοῦτο τόν πεσμένο στήν ἁμαρτία, ἡ στάση μας καθορίζεται ἀνάλογα. ῎Οχι μέ τήν ἔννοια μιᾶς ἐξωτερικῆς προσαρμογῆς σέ κάποιους τύπους – αὐτό θά συνιστοῦσε ἠθικισμό τοῦ χειρίστου εἴδους καί ἔκφραση ἀνυπαρξίας ζωντανῆς πίστεως στόν Θεό - ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς καρδιακῆς αἴσθησης τοῦ ῾ἀεί σχοινοβατεῖν᾽ στήν ζωή αὐτή, ὅπου ἡ σωτηρία ὡς σχέση μέ τόν Θεό ἀποτελεῖ διακύβευμα καί ἀγωνιῶδες ζητούμενο μέχρι τό τέλος τοῦ βίου. Θέλουμε νά ποῦμε πώς ὁ πιστός, ὅπως τόν ἐκφράζει ὁ βασιλιάς ὑμνογράφος, στέκεται μπροστά στήν Παναγία μέ τήν αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου πού ταλαιπωρεῖται ἀπό τά δεινά τοῦ βίου καί πού ὁ θρῆνος καί ὁ στεναγμός ἀπό ὅ,τι ὑφίσταται – προφανῶς ἀπό τά πάθη του, ἀπό τόν γύρω του κόσμο, ἀπό τόν διάβολο – θεωροῦνται δεδομένα. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή τό δραματικό στοιχεῖο εἶναι ἐντονότατο στόν ὕμνο, γιατί ἀκριβῶς ἐκφράζει τήν θερμή πίστη τοῦ συγγραφέα του.

Πῶς στέκεται λοιπόν ὁ πραγματικά πιστός μπροστά στήν Παναγία, κατά τόν ποιητή, κάτι πού συνιστᾶ μέτρο καί γιά τήν δική μας πίστη;
- ῾Νῦν᾽, τώρα. ᾽Απευθυνόμαστε στήν Παναγία συγκεντρωμένοι σ᾽ αὐτό πού κάνουμε τώρα. Συγκεντρωμένοι δηλαδή μέ τόν νοῦ καί τήν ψυχή μας στήν ἀναφορά μας πρός Αὐτήν, πού σημαίνει στήν ἀναφορά μας στόν ἴδιο τόν Κύριο. Δέν μπορεῖ κανείς νά λέει ὅτι προσεύχεται καί τό μυαλό του νά περισπᾶται ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ. Εἶναι εὐνόητο ὅτι ἄν ὁ ἴδιος ὁ πιστός δέν προσέχει αὐτά πού λέει καί δέν νιώθει ὅτι στέκεται μπροστά στόν Κύριο καί τήν Παναγία Μητέρα Του, οὔτε ὁ Κύριος οὔτε ἡ Παναγία θά τόν προσέξουν.
- ῾πεποιθώς᾽, μέ πίστη. Προστρέχουμε στήν Παναγία μέ αἴσθηση βεβαίως τῆς ταλαιπωρίας μας, ἀλλά μέ πίστη ὅτι Αὐτή, λόγω τῆς δύναμης τῆς μεσιτείας της στόν Θεό, μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει δραστικά στήν ὑπέρβαση τῶν προβλημάτων μας. Χωρίς ἐμπιστοσύνη στήν δύναμή της ἡ προσευχή μας εἶναι δεδομένο ὅτι πάσχει ριζικά.
- ῾ὁλοψύχως᾽. ῾Ο ὑμνογράφος ἐπιτείνει αὐτά πού εἶπε καί προηγουμένως. Στόν Θεό καί τήν Παναγία δέν πηγαίνουμε μέ διψυχία, μέ κλονισμένη δηλαδή τήν πίστη μας, γιατί τοῦτο φανερώνει  ἀκαταστασία ψυχῆς. ῾Ο νοῦς, ἡ καρδιά μας, ἡ ἐπιθυμία μας, ὅλος δηλαδή ὁ ψυχικός κόσμος μας μέ πίστη ἀναφέρεται στήν Θεοτόκο.
- ῾ἔδραμον᾽, ἔτρεξα. Ζητᾶμε τήν λύση τῶν προβλημάτων μας ἤ ἐκφράζουμε τίς εὐχαριστίες καί τίς δοξολογίες μας ὄχι μέ τρόπο χαλαρό καί ἀμελῆ. Ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό καί τούς ἁγίους δέν μπορεῖ νά γίνεται ῾σέρνοντας᾽ καί νά ἔχουμε τήν ἀπαίτηση νά εἶναι θετική ἡ ἀνταπόκρισή τους ἀπέναντί μας. ᾽Απαιτεῖται σπουδή καί θερμή διάθεση, λέει ὁ βασιλιάς ποιητής.
- ῾καί γόνυ κλίνω...ὁ ἄθλιος᾽. Τό σημαντικότερο ἐξ ὅλων ἀφήνει στό τέλος ὁ ὑμνογράφος. Τότε εἶναι ἀληθινή ἡ προσευχή μας, τότε προκαλεῖται ἡ χάρη τῆς Παναγίας μας – χάρη στήν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ μας ὅπως εἴπαμε - ὅταν Τήν προσεγγίζουμε μέ ταπείνωση. ῾Η αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί τῆς ἀθλιότητάς μας στήν ζωή αὐτή, πού μᾶς κάνει νά θρηνοῦμε καί νά στενάζουμε, ἀποτελεῖ τήν δραστικότερη προϋπόθεση πού συγκινεῖ τόν Θεό μας καί ᾽Εκείνην. ῾Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν᾽. Κι αὐτή ἡ ταπείνωση ἐκφράζεται καί ψυχικά ἀλλά καί σωματικά διά τῆς κλίσεως τῶν γονάτων. Δέν ὑπάρχει πιό δυνατή προσευχή, σημειώνουν πολλοί ἅγιοί μας, ἀπό τήν προσευχή τῶν λυγισμένων γονάτων. Γιατί φανερώνει τό ἦθος τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ μας.