Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ... (3)



Ο ΟΣΙΟΣ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ ΚΑΙ Η ΔΙΨΑ ΤΟΥ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΥ ΤΟΥ 


῾Ο ἀββᾶς Βησσαρίων ἔριξε στό μικρό ταγάρι του λίγα παξιμάδια, κάποιους ξηρούς καρπούς καί τό φλασκί μέ τό λιγοστό νερό του.
῾Δόξα Σοι ὁ Θεός᾽ ψιθύρισαν γιά πολλοστή φορά τά χείλη του. ῾Σ᾽ εὐχαριστῶ, Κύριε, πού μᾶς ἀξιώνεις καί φέτος νά πᾶμε στό προσκύνημα τοῦ ἁγίου Σου. Δυνάμωσέ μας καί ἐλέησέ μας᾽.

Στράφηκε στόν νεαρό ὑποτακτικό του Δουλᾶ. ῾Μήν καθυστερεῖς, παιδί μου᾽, τοῦ εἶπε γεμάτος στοργή καί ἀγάπη. ῾῎Εχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. ῟Ωρες θά μᾶς πάρει τό προσκύνημά μας αὐτό. ῾Ετοιμάσου καί σύ γρήγορα᾽.

῎Εκανε λίγα βήματα πρός τό προσκυνητάρι τῆς καλύβας τους. ῾Ο ᾽Εσταυρωμένος τόν κοιτοῦσε μέ πόνο, ἀλλά καί μέ ἄπειρη ἀγάπη. Σάν νά ᾽νιωσε τά ἁπλωμένα χέρια του Κυρίου νά τόν ἀγκαλιάζουν μέ θέρμη. Προσκύνησε μέ μεγάλη μετάνοια. Τό μέτωπό του ἄγγιξε τό ἔδαφος καί στάθηκε ἐκεῖ λίγη ὥρα. ῾῾Ο Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ᾽, κτυποῦσε ἡ καρδιά του στόν ρυθμό τῆς εὐχῆς. Σηκώθηκε. Φίλησε τά πόδια τοῦ Κυρίου. ᾽Ασπάσθηκε μέ τήν ἴδια θέρμη καί τήν Παναγία Μητέρα πού βρισκόταν δίπλα στόν ᾽Εσταυρωμένο. ῾῾Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς᾽, κινήθηκαν καί πάλι τά ἁγιασμένα χείλη.

῾Δουλᾶ, παιδί μου, προσκύνησε καί σύ. Φεύγουμε᾽.
῾Ο νεαρός δόκιμος καλόγερος, ἕτοιμος κι αὐτός, προσκύνησε καί περνώντας τό ταγάρι στόν ὧμο ἀκολούθησε τόν Γέροντα.

῏Ηταν ἡ πρώτη φορά πού θά πήγαινε στό προσκύνημα τοῦ ἁγίου Προδρόμου, ψηλά στόν βουνό. ῾Ο Γέροντας πού τόν εἶχε δεχτεῖ πρίν ἀπό λίγους μῆνες, τοῦ εἶχε μιλήσει γι᾽ αὐτό. Εἶχε παραξενευτεῖ ὁ νεαρός γιά τήν μεγάλη ἀγάπη του στό ἐκκλησάκι - ἕνα βαθούλωμα σ᾽ ἕνα βράχο ἦταν - πού γιά νά τό φτάσει κανείς, κατά τά λεγόμενα τοῦ ἴδιου τοῦ Γέροντα, ἔπρεπε πράγματι νά κουραστεῖ πάρα πολύ κι ἴσως καί νά κινδυνέψει.

῏Ηρθε κοντά στόν Γέροντα Βησσαρίωνα, γιατί εἶχε ἀκούσει γιά τήν ἁγιότητά του, τήν μεγάλη ἀσκητικότητα πού τόν χαρακτήριζε, τήν ἀγάπη του στόν Θεό. Δεύτερο χιτώνα στήν ζωή του, λέγανε, δέν ἀπέκτησε ἀφότου ἔγινε καλόγερος. ᾽Ακόμη καί θαύματα εἶχε ἀκούσει ὅτι εἶχε κάνει ἐνόσω ζοῦσε. Θέλησε λοιπόν νά μετρήσει καί ὁ ἴδιος τίς δικές του δυνάμεις. Θά μποροῦσε ἄραγε νά ἀκολουθήσει τήν πορεία αὐτοῦ τοῦ ἀφιερωμένου στόν Θεό ἀνθρώπου, πού ἡ μόνη ἔγνοια του ἦταν πῶς νά μένει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; 

῾Ο Γέροντας τόν δέχτηκε, ἀλλά τόν ἄφησε ἐλεύθερο νά ἀποφασίσει ἄν τελικά θά παρέμενε κοντά του. Τοῦ ἐξήγησε τίς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, τῆς ἀπομόνωσης, τοῦ κακοτράχαλου τρόπου διαβίωσης.



῾᾽Εδῶ, παιδί μου, μένεις μόνος μόνῳ Θεῷ. Δέν ἔχεις ἀνθρώπινες παρηγοριές. Τό μόνο στήριγμά σου εἶναι ὁ Θεός καί ὁ ἑαυτός σου. Κι ἀπό τήν ἄλλη πρέπει νά εἶσαι ἕτοιμος νά ἀντιμετωπίσεις τίς ἐνέργειες τοῦ Πονηροῦ. ῾Ο Κύριος, θά ἔχεις ἀκούσει, ἐπιτρέπει τίς ὁλομέτωπες ἐπιθέσεις του στά ἀφιερωμένα σ᾽ Αὐτόν πλάσματά Του, γιά νά τούς δώσει τήν εὐκαιρία μέ τούς πειρασμούς αὐτούς νά δοκιμαστοῦν, νά γίνουν ἔμπειροι τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, νά ἀνέβουν πνευματικά ἐπίπεδο. Καί στόν κόσμο βέβαια δρᾶ καί ἐνεργεῖ ὁ διάβολος, ἀλλά ἐκεῖ κυρίως μέσα ἀπό τά ὑπάκουα σ᾽ αὐτόν ὄργανά του. Οἱ ἄνθρωποι γίνονται τίς περισσότερες φορές οἱ πειρασμοί τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Εδῶ ὅμως...᾽.


Σάν νά φοβήθηκε ὁ νεαρός καί ἔκανε μία σύσπαση τό πρόσωπό του. Τό εἶδε ὁ Γέροντας καί χαμογέλασε.

῾Μή φοβᾶσαι, παιδί μου᾽, εἶπε. ῾῾Η δράση τοῦ διαβόλου δέν εἶναι ἀνεξέλεγκτη. Μᾶς πειράζει, ὅσο τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Κύριος. ᾽Εκεῖνος εἶναι πού ἔχει τόν πρῶτο καί τόν τελευταῖο λόγο. Διαφορετικά ὁ πονηρός, ἄν ἦταν στήν ἐξουσία του, θά μᾶς εἶχε ἐξολοθρεύσει ὅλους᾽.

Πέρασε ἀρκετή ὥρα περπατώντας. ῾Ο Βησσαρίων πήγαινε μπροστά καί ἀκολουθοῦσε ὁ δόκιμος. ᾽Αρκετές φορές συμβάδιζαν. ῾Ο ἥλιος εἶχε πιά σηκωθεῖ ἀρκετά. ῾Ο δρόμος πράγματι ἦταν δύσκολος. ῎Οχι μόνο πέτρες καί βράχια πλήγωναν πολλές φορές τά πόδια τους, ἀλλά καί ἡ ταλαιπωρία ἀπό τήν πορεία κατά μῆκος τῆς Νεκρᾶς θάλασσας αὔξανε τόν κόπο.

Τά λόγια πού ἀντήλλασσαν μεταξύ τους ἦταν ἐλάχιστα. Λίγο στήν ἀρχή ὁ Γέροντας εἶπε στόν νεαρό δόκιμο γιά τίς ἐργασίες πού συνήθως κάνει ἐκεῖ στήν σπηλιά, τό πῶς τήν καθαρίζει, τά καντήλια πού ἀνάβει, τίς προσευχές πού λέει. Κι ἔπειτα σιωπή. ῾Ο Γέροντας φαινόταν βυθισμένος στήν προσευχή. Συχνά πυκνά ὁ νεαρός ἔπιανε μέ τ᾽ αὐτί του τό ῾δόξα Σοι ὁ Θεός᾽ τοῦ Γέροντα καί τό ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ...᾽.

῾Γέροντα, δέν θά σταματήσουμε κάπου νά ξεκουραστοῦμε;᾽ ἀκούστηκε κάποια στιγμή ἡ φωνή τοῦ ὑποτακτικοῦ. ῾Κουράστηκα. Λίγο νά ξεδιψάσουμε᾽.

Σταμάτησαν. Ξεδίψασαν ἀπό τό λιγοστό νεράκι τους, τό ὁποῖο ὅμως εἶχε σχεδόν τελειώσει, ἀφοῦ κατά καιρούς κάτω ἀπό τόν καυτό ἥλιο τό ἔπιναν. ῾Ο Γέροντας μάλιστα ἔδωσε καί ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπό τό δικό του στόν παλληκάρι. ῎Εφαγαν καί λίγα παξιμάδια.

῾Γέροντα, θέλουμε πολύ ἀκόμα; Τά ἐφόδιά μας δέν μᾶς ἀρκοῦν γιά πολύ. Εἴμαστε ἀκόμη στήν θάλασσα καί δέν ἔχουμε πάρει κἄν τόν δρόμο γιά τό βουνό. Πῶς θά βαδίσουμε στήν ἀνηφόρα;᾽, εἶπε ὁ Δουλᾶς κι αἰσθάνθηκε μία ἔντονη κόπωση, περισσότερο ψυχική παρά σωματική.

῾Εἴμαστε στά μισά τοῦ δρόμου, παιδί μου᾽, εἶπε μέ συγκατάβαση ὁ ἀββᾶς. ῾Μή στενοχωριέσαι, ὅμως. Χωρίς νά τό καταλάβεις ἀπό ἐδῶ καί πέρα, θά φτάσουμε. Εἶναι ἡ χάρη τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη πού μᾶς ἐνισχύει. Ξέρει ὅτι ἐρχόμαστε γιά ἐκεῖνον καί ἤδη παρακολουθεῖ τόν δρόμο μας. Τήν κούρασή μας τήν δέχεται σάν εὐωδιαστό λιβάνι ἐνώπιόν του᾽. ῎Εκανε μία μικρή παύση ὁ Βησσαρίων, ὁ ὁποῖος εἶχε συνηθίσει τόν κόπο καί τόν ὑποπιασμό τοῦ σώματος νά τά θεωρεῖ ὡς ἀνάπαυση,  καί συνέχισε σάν νά μονολογεῖ. ῾Μή σκέπτεσαι τόν δρόμο καί τήν κούραση. Στρέψε τήν σκέψη καί τήν προσοχή σου στόν ἅγιο καί τό προσκύνημά του᾽.

Συνέχισαν. ῾Ο ἥλιος τώρα ἔκαιγε τό σῶμα τους καί ὁ ἱδρώτας σάν ποτάμι κυλοῦσε πάνω τους. Σάν ἐφιάλτης ἦλθε ἡ σκέψη στόν δόκιμο. ῾Δέν ἔχουμε νερό. Τί θά κάνουμε τώρα;᾽ ῎Εσφιξε τά δόντια, προσπάθησε νά κάνει πράξη τήν συμβουλή τοῦ Γέροντα. Γιά λίγο τά κατάφερε. ῾Η δίψα ὅμως τόν ἔκαιγε. Οἱ αἰσθήσεις του τόν κυρίευαν. Αὐτό πού τώρα ζοῦσε τόν κατέλαβε ὁλοσχερῶς.

῾Γέροντα, διψάω᾽, εἶπε ξεψυχισμένα καί παρακλητικά. ῾Καί δέν ἔχουμε ἄλλο νερό. Τί θά γίνει; ῾Ο δρόμος μας εἶναι μόνο ἡ θάλασσα. Κι αὐτή γεμάτη θειάφι καί ἁλάτι. Πουθενά δέν φαίνεται κάποια πηγή. Γέροντα, προσευχήσου στόν Κύριο! Θά πεθάνουμε!᾽. ῾Η φωνή του ἀκούστηκε γεμάτη ἀπό ἀπελπισία.

Κάθιδρος ὁ Γέροντας σταμάτησε καί στράφηκε μέ τρυφερότητα πρός τόν ὑποτακτικό του. Μία σκέψη φάνηκε νά φωτίζει τά κοκκινισμένα ἀπό τόν ἥλιο μάτια του.

῾Κύριε, δῶσε τήν εὐκαιρία στόν δοῦλο Σου Δουλᾶ νά δεῖ ὁρατά τήν δύναμή Σου. Βλέπεις τήν ταλαιπωρία του καί τήν καλή του διάθεση. ῞Οπως παλιά μέ τόν ἅγιό Σου Μωϋσῆ πού μεταποίησες τά πικρά νερά τῆς Μερρᾶ σέ γλυκά γιά χάρη τοῦ λαοῦ Σου, ὅπως ἀνέβλυσες ἀπό τόν βράχο τῆς Χωρήβ νερό, ἔτσι κι ἐδῶ, κάνε τό θαῦμα Σου!᾽

Πλησίασε κοντά στήν θάλασσα καί γονάτισε. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ ὑποτακτικός. Τά χείλη τοῦ Γέροντα ψιθύριζαν προσευχές. Σήκωσε τά μάτια σέ λίγο ψηλά στόν οὐρανό.

᾽Ανασηκώθηκε. Πῆρε τό ραβδί του καί σταύρωσε ἕνα κομμάτι τῆς ἀκτῆς. ῾Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος᾽, εἶπε μέ σταθερότητα καί πίστη. ῾Σύ, Κύριε, μᾶς ὑποσχέθηκες πώς ὅ,τι ζητήσουμε στό ὄνομά Σου θά μᾶς τό δώσεις. Γλύκανέ μας, Κύριε, λίγο νερό!᾽ ῎Εβαλε μέσα στήν θάλασσα τό ραβδί. ῾Πιές᾽, ἔδωσε ἐντολή στόν ὑποτακτικό.

῾Ο Δουλᾶς δέν πίστευε αὐτό πού διαδραματιζόταν. ῎Ηξερε τήν ἁγιότητα τοῦ πνευματικοῦ πατέρα του, μά αὐτό ξεπερνοῦσε κάθε φαντασία. Νερό πόσιμο ἀπό τήν Νεκρά θάλασσα; ῎Οχι, δέν μποροῦσε νά τό κάνει.

῾Πιές, παιδί μου, τό δῶρο τοῦ Κυρίου᾽, ξανάπε ὁ Γέροντας, σάν νά εἶχε συμβεῖ τό πιό φυσικό πράγμα τοῦ κόσμου. ῾Πιές νά ξεδιψάσεις᾽.

῎Εσκυψε καί ἤπιε ἀπό τό θαλασσινό νερό μέ ἐπιφύλαξη. Τό γυρόφερε μέσα στό στόμα γιά τήν γεύση του.

῾Μά, τοῦτο τό νερό εἶναι γλυκό καί καθάριο σάν ἀπό τήν καλύτερη βουνίσια πηγή!᾽ φώναξε κατάπληκτος. ῎Ηπιε καί ξανάπιε. Τό ἴδιο ἔκανε κι ὁ Γέροντας καί ξεδίψασε κι αὐτός. ῾Εὐλογημένο τό ὄνομά Σου, Κύριε᾽ ψιθύρισε. ῾Δόξα Σοι᾽.

῾Μά, τί κάνεις ἐκεῖ;᾽ φώναξε ξαφνικά καί ἀπότομα ὁ Βησσαρίων στόν Δουλᾶ.

῾Γέροντα, γεμίζω τά φλασκιά μας. Τόσο δρόμο ἔχουμε ἀκόμα. Θά χρειαστοῦμε καί ἄλλο νερό. Κι ἴσως οὔτε κι αὐτό μᾶς φτάσει᾽ εἶπε ξαφνιασμένος καί μουδιασμένος ἀπό τήν φωνή τοῦ Γέροντα ὁ δόκιμος.

῾Παιδί μου, δέν κατάλαβες τίποτα; Γιατί γίνεσαι ὀλιγόπιστος;᾽ ἀκούστηκε λίγο ἀπογοητευμένος ὁ ὅσιος. ῾Δέν εἶδες μπροστά στά μάτια σου ὅτι ἡ Πρόνοια τοῦ Κυρίου μᾶς συνοδεύει; ῾Ο Κύριος, Δουλᾶ, εἶναι ἐδῶ παρών, μαζί μας. ᾽Εκεῖνος μᾶς κρατᾶ στήν ὕπαρξη καί μᾶς φροντίζει. ῎Αν, ὅπως εἶπε ὁ ῎Ιδιος, καί τό παραμικρότερο πουλάκι, καί τό παραμικρότερο χορταράκι, τό φροντίζει καί τό τρέφει ᾽Εκεῖνος, πόσο περισσότερο ἐμᾶς πού εἴμαστε κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσίν Του δημιουργημένοι;᾽

Καί πάλι ἔδειχνε νά μήν καταλαβαίνει ὁ Δουλᾶς.

῾Γέροντα, δέν καταλαβαίνω. ῾Ο Κύριος μᾶς ἔδωσε τό νερό. ῎Ας τό πάρουμε καί γιά μετά᾽. ῾Η ἀπορία του φαινόταν καθαρά μέσα στά μάτια του.

῾Παιδί μου᾽ εἶπε ὁ ὅσιος, μέ τήν ἀπόλυτη πίστη τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει πλήρως ἐγκαταλειφθεῖ πιά στόν Θεό καί τά μάτια του βλέπουν διαρκῶς τήν πανταχοῦ παρουσία Του. ῾῾Ο Κύριος πού εἶναι ἐδῶ καί γλύκανε τήν κατάπικρη θάλασσα, ὁ ῎Ιδιος θά εἶναι καί παραπέρα πού ἐξίσου θά Τόν χρειαστοῦμε. ῾Ο Κύριος ἐδῶ καί ὁ Κύριος ἐκεῖ᾽.

Τά μάτια τοῦ Δουλᾶ φάνηκαν νά ἀλλοιώνονται. Γιά πρώτη φορά στήν ζωή του ἄρχισε νά καταλαβαίνει τί σημαίνει ἀληθινή πίστη στόν Θεό. ῎Ενιωσε ὅτι βρισκόταν ἤδη μέ τόν ὅσιο Γέροντά του μέσα στήν σπηλιά τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, ὁ ὁποῖος τούς χαμογελοῦσε μέσα σέ οὐράνιο φῶς.

(Πηγή: Τό Γεροντικό)